- αυτοπωλικός
- αὐτοπωλικός, -ή, -όν (Α)1. αυτοπώλης2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτοπωλικήτο επαγγελμα του αυτοπώλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοπωλικόν — αὐτοπωλικός trade of an masc acc sg αὐτοπωλικός trade of an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπωλική — αὐτοπωλικός trade of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπωλικήν — αὐτοπωλικός trade of an fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek